- θαμπωτικός
- και θαμβωτικός, -ή, -ό[θαμπώνω]αυτός που προκαλεί θάμβος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαμπωτικός — ή, ό που προκαλεί θάμπος (βλ. λ.), εκτυφλωτικός, καταπληκτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαμβωτικός — ή, ό βλ. θαμπωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμβώνω. Η λ. μαρτυρείται στον Κ. Κούμα] … Dictionary of Greek
έκπαγλος — η, ο θαμπωτικός, εκπληκτικός: Έκπαγλη ομορφιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)